Σε περίπου τρεις ΕΝΦΙΑ αντιστοιχούν τα έσοδα που θα μπορούσε να εισπράξει το ελληνικό Δημόσιο ετησίως, αν η «μαύρη» οικονομία στην Ελλάδα περιοριζόταν στα μέσα επίπεδα των ανεπτυγμένων χωρών της Ευρώπης, παρατηρούσαν χθες οικονομικοί αναλυτές, με αφορμή τη δημοσίευση κειμένου εργασίας του ΔΝΤ με τίτλο «Εξηγώντας τη σκιώδη οικονομία στην Ευρώπη».
Στο κείμενο του ΔΝΤ, η Ελλάδα κατατάσσεται μεταξύ των χωρών με τη μεγαλύτερη «μαύρη» οικονομία, με ποσοστό 30,2% του ΑΕΠ το 2016, τελευταία χρονιά για την οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία. Σχεδόν όσο έχασε η χώρα στην περίοδο της κρίσης.
Το ποσοστό είναι αυξημένο σε σύγκριση με το 2000, όταν ήταν 28,1% του ΑΕΠ, αλλά χαμηλότερο από το 2009, όταν ξεκίνησε η κρίση και είχε διαμορφωθεί στο 32,2% του ΑΕΠ. Δεδομένου, μάλιστα, ότι στα χρόνια της κρίσης κατέρρευσε η οικοδομή, ένας χώρος όπου κατ’ εξοχήν ανθούσε η «μαύρη» οικονομία, αναλυτές υποστηρίζουν ότι στους υπόλοιπους κλάδους αυτή πρέπει να έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια.
Η μελέτη του ΔΝΤ εντοπίζει τα υψηλότερα ποσοστά «μαύρης» οικονομίας στην περιοχή της Ανατολικής Ευρώπης, με το Κοσσυφοπέδιο να φτάνει στο 38,8% του ΑΕΠ, τη Βουλγαρία στο 37,8% του ΑΕΠ και την Εσθονία στο 36,8% του ΑΕΠ. Στον αντίποδα, στην Αυστρία η «μαύρη» οικονομία περιορίζεται στο 9,4% του ΑΕΠ, στο Λουξεμβούργο στο 9,7% του ΑΕΠ και στην Ελβετία στο 9,8% του ΑΕΠ. Σύμφωνα με τους μελετητές του ΔΝΤ, στις ανεπτυγμένες οικονομίες (περιλαμβάνεται και η Ελλάδα), το ποσοστό είναι 15%-20% του ΑΕΠ και στις αναπτυσσόμενες οικονομίες είναι 30%-35%.
Ετσι, αν η Ελλάδα περιόριζε το ποσοστό της «μαύρης» οικονομίας της στο 15%, θα ενσωμάτωνε περίπου 30 δισ. ευρώ εισόδημα, δεδομένου ότι το ΑΕΠ είναι λίγο κάτω από περίπου τα 200 δισ. ευρώ. Οι αναλυτές υπολογίζουν έναν μέσο συντελεστή φόρου που θα έπρεπε να εφαρμοστεί σε αυτό το εισόδημα της τάξης του 20%-30% (δεδομένου ότι σε ένα μεγάλο βαθμό αντιπροσωπεύει σχετικά χαμηλά εισοδήματα). Επομένως, μιλάμε για απώλεια εσόδων 6-9 δισ. ευρώ ετησίως. Ενα ποσό που αντιστοιχεί σε 3-4 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ ή στα έσοδα τριών ετών από ΕΝΦΙΑ.
Εφόσον κάτι τέτοιο μπορούσε να επιτευχθεί σε έναν ορίζοντα 3-4 ετών, θα άλλαζε ριζικά τις δυνατότητες της οικονομίας. Οι αναλυτές συμφωνούν ότι το πρώτο που θα έπρεπε και θα μπορούσε να γίνει σε μια τέτοια περίπτωση θα ήταν η μείωση της φορολογίας εισοδήματος. Η εισφορά αλληλεγγύης, για παράδειγμα, που εξασφαλίζει έσοδα λίγο πάνω από 1 δισ. ευρώ τον χρόνο, θα μπορούσε να καταργηθεί και επιπλέον να μειωθούν σημαντικά οι συντελεστές των κλιμακίων. Οπως επισημαίνουν οι αναλυτές, δεν υπάρχει μόνο θέμα υπερφορολόγησης, αλλά και ανισοκατανομής του φορολογικού βάρους, δεδομένου ότι οι μισθωτοί επωμίζονται το μεγαλύτερο μέρος του. «Ενα ποσοστό 55% στην Ελλάδα δεν πληρώνει φόρους, έναντι 10% σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες», σημειώνει ένας αναλυτής.
Ενα άλλο μέρος από τα έσοδα αυτά θα μπορούσε να διατεθεί για την ενίσχυση των δαπανών της Υγείας, της Παιδείας και της έρευνας και τεχνολογίας. Οι προϋπολογισμοί των υπουργείων Παιδείας και Υγείας αντιπροσωπεύουν περίπου το 2%-3% του ΑΕΠ ο καθένας. «Απαιτείται, όμως, πολλή δουλειά, οργάνωση κι ένα απλό και αποφασιστικό νομοθετικό πλαίσιο, για να ενταχθεί ένα μέρος της παραοικονομίας στον επίσημο τομέα», σημείωνε οικονομολόγος, με ειδίκευση στα φορολογικά.
Οι ηλεκτρονικές πληρωμές αναφέρονται στη μελέτη του ΔΝΤ ως σημαντικό μέτρο περιορισμού της παραοικονομίας. Μια αύξησή τους κατά 10% μεσοσταθμικά, σε ορίζοντα τετραετίας, μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της σκιώδους οικονομίας κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες.
Πηγή: Καθημερινή Έντυπη Έκδοση